παρακατηγορώ

παρακατηγορώ
-έω, Α
κατηγορώ επί πλέον, αποδίδω ένα πρόσθετο κατηγόρημα σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακατηγόρημα — τὸ, Α [παρακατηγορώ] (στους Στωικούς) πρόσθετο κατηγόρημα, δευτερεύον συμβάν ή περιστατικό, παρασύμπτωμα*, παρασύμβαμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”